- θεληματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, σκόπιμος: Με βοήθησε θεληματικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεληματικός — ή, ό (Μ θεληματικός, ή, όν) [θέλημα] αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, εκούσιος, εθελοντικός νεοελλ. σκόπιμος («όποιος κάνει αυτό με απόφαση θεληματική», Σολωμ.). επίρρ... θεληματικώς και ά (Μ θεληματικῶς και ά) με τη θέληση μου (σου, του) … Dictionary of Greek
θεληματικόν — θεληματικός optional masc acc sg θεληματικός optional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεληματική — θεληματικός optional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεληματικῶς — θεληματικός optional adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβίαστος — η, ο (Α ἀβίαστος, ον) [βιάζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία 2. εκούσιος, θεληματικός 3. απροσποίητος, φυσικός νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό … Dictionary of Greek
αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αυτοπροαίρετος — η, ο (AM αὐτοπροαίρετος, ον) [προαιρούμαι] 1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός 2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον δύναμη εκλογής … Dictionary of Greek
εκουσιοθελής — ἑκουσιοθελής, ές (Μ) θεληματικός … Dictionary of Greek
θελήμων — θελήμων, ον (Α) [θέλημα] αυτός που θέλει, ο θεληματικός … Dictionary of Greek
οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] … Dictionary of Greek